avocat de la défense - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

avocat de la défense - translation to Αγγλικά


avocat de la défense         
n. counsel for the defence

Ορισμός

Twinkie defense
n. a claim by a criminal defendant that at the time of the crime he/she was of diminished mental capacity due to intake of too much sugar, as from eating "Twinkies," sugar-rich snacks. The defense was argued successfully by a defense psychiatrist in the notorious case of former San Francisco County Supervisor Dan White, who shot and killed San Francisco Mayor George Moscone and County Supervisor Harvey Milk, resulting in White's conviction for only manslaughter instead of murder. See also: diminished capacity

Βικιπαίδεια

Avocat de la défense
En droit, l'avocat de la défense est celui qui dans une affaire pénale représente les intérêts de l'accusé. Dans certains pays, le terme est aussi utilisé pour désigner l'avocat de la partie défenderesse dans un procès civil.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για avocat de la défense
1. Lekhlef ", souligne, dans sa plaidoirie, Me Bourayou, avocat de la défense.
2. Me Khaled Bourayou, avocat de la défense, a relevé des contradictions dans cette affaire.
3. Un autre avocat de la défense a été assassiné depuis le début du proc';s.
4. Lintervention de Khaled Bourayou, avocat de la défense, na pas fait changer davis au juge qui rebondit sur ce fait.
5. Sa requęte sera rejetée par le juge qui lui rappellera que seul son avocat de la défense était habilité ŕ intervenir.